- αδαπανητί
- επίρρ. [αδαπάνητος]χωρίς δαπάνες, ανέξοδα, δωρεάν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδαπάνητος — η, ο (Α ἀδαπάνητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να δαπανηθεί 2. που δεν δαπανήθηκε, δεν ξοδεύτηκε, ο αξόδευτος, ο ανεξάντλητος (νεοελλ. επίρρ.) αδαπάνητα χωρίς δαπάνη, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαπανῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδαπανησία, αδαπανητί] … Dictionary of Greek